- ἀκομιστία
- ἀκομιστ-ία, [dialect] Ep. [suff] ἀκομιστ-ίη [ῑ], ἡ,A lack of tending or care, Od.21.284, Them.Or.22.274a, Max.Tyr.34.2.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ακομιστία — ἀκομιστία, η (Α) [ἀκόμιστος] έλλειψη φροντίδας ή περιποίησης … Dictionary of Greek
ἀκομιστία — ἀκομιστί̱ᾱ , ἀκομιστία lack of tending fem nom/voc/acc dual ἀκομιστί̱ᾱ , ἀκομιστία lack of tending fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκομιστίας — ἀκομιστί̱ᾱς , ἀκομιστία lack of tending fem acc pl ἀκομιστί̱ᾱς , ἀκομιστία lack of tending fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακόμιστος — η, ο (Α ἀκόμιστος, ον) αυτός που δεν μεταφέρθηκε ή δεν μπορεί να μεταφερθεί αρχ. απεριποίητος, αφρόντιστος, παραμελημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + κομιστὸς < κομίζω. ΠΑΡ. αρχ. ἀκομιστία] … Dictionary of Greek
ἀκομιστίη — ἀκομιστί̱η , ἀκομιστία lack of tending fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)